- πανθυμαδόν
- παν-θῡμᾰδόν, Adv.A most heartily, Od.18.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανθυμαδόν — πανθῡμαδόν , πανθυμαδόν most heartily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθυμαδόν — ΜΑ επίρρ. μσν. με τη συμφωνία όλων αρχ. ολόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυμός + επιρρμ. κατάλ. αδόν, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πάνθυμος (πρβλ. ομο θυμαδόν)] … Dictionary of Greek